λότα

λότα
(I)
η
ζωολ. γένος γαδόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας γαδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lota < νεολατ. lota < γαλλ. lotte].
————————
(II)
λότα, ἡ (Μ)
θηλυκό γουρούνι, γουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lutum «πηλός, βόρβορος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τεθαλότα — θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (epic) θάλλω sprout perf part act masc acc sg (epic) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (doric) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτιά — λουτιά, ἡ (Μ) 1. βρομιά, αισχρότητα 2. αρσενοκοιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το ιταλ. luto «λάσπη» (< λατ. lutum «βόρβορος, πηλός») ή με το λότα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”