- λότα
- (I)ηζωολ. γένος γαδόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας γαδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lota < νεολατ. lota < γαλλ. lotte].————————(II)λότα, ἡ (Μ)θηλυκό γουρούνι, γουρούνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lutum «πηλός, βόρβορος».
Dictionary of Greek. 2013.